- ξεπεζεύω
- ξεπέζεψα, κατεβαίνω από το ζώο, αφιππεύω: Πέντε καβαλάρηδες ξεπέζεψαν στην πλατεία του χωριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεπεζεύω — ξεπεζεύω, ξεπέζεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεπεζεύω — κατεβαίνω από το άλογο, αφιππεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πεζεύω] … Dictionary of Greek
αποκαταβαίνω — ἀποκαταβαίνω (Α) ξεπεζεύω … Dictionary of Greek
αφιππεύω — (AM ἀφιππεύω) μσν. νεοελλ. κατεβαίνω από το άλογο, ξεπεζεύω αρχ. 1. φεύγω έφιππος 2. γυρίζω πίσω έφιππος … Dictionary of Greek
καταπεζεύω — (AM) μσν. κατεβαίνω από το άλογο, ξεπεζεύω («τὸ καταπεζεῡσαι ἐξ ἵππων καὶ ἀντὶ ἱππότου γενέσθαι πεζόν», Ευστάθ.) αρχ. οδοιπορώ πεζός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεζεύω «περπατώ, ταξιδεύω με τα πόδια»] … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεκαβαλικεύω — (Μ ξεκαβαλικεύω) κατεβαίνω από άλογο, αφιππεύω, ξεπεζεύω μσν. βοηθώ κάποιον να κατεβεί από το άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καβαλικεύω] … Dictionary of Greek
ξεπέζεμα — το [ξεπεζεύω] η κάθοδος τού ιππέα από τον ίππο, η αφίππευση … Dictionary of Greek